- ἐϋγλώχιν
- ἐϋγλώχῑν, ῑνος, ὁ, ἡ,A keen-pointed, Opp.H.5.439, Q.S.8.406.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευγλώχιν — εὐγλώχιν, ινος (Α) αυτός που έχει οξεία αιχμή, μύτη («εὐγλώχιν τρίαινα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γλωχίν «αιχμή, μύτη»] … Dictionary of Greek